- κυστεοτομία
- (I)ηιατρ. εγχειρητική διάνοιξη τής ουροδόχου κύστεως με σκοπό τη διερεύνηση τής κοιλότητάς της, την αφαίρεση ξένου σώματος ή λίθου και τη θεραπεία μιας βλάβης τού οργάνου.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cystotomie < cyst(o)- (βλ. κυστε[ο]-) + tomie < -τομία < -τόμος < τέμνω].————————(II)και κυστιτομία, ηιατρ. η διατομή τού πρόσθιου τμήματος τής κάψας τού κρυσταλλοειδούς φακού τού οφθαλμού, που εκτελείται κατά την εγχείρηση τού καταρράκτη με τον κυστεοτόμο.
Dictionary of Greek. 2013.